δημιουργικός — of a craftsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικός — ή, ό (AM δημιουργικός, ή, όν) [δημιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό νεοελλ. ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος») αρχ. 1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ τού… … Dictionary of Greek
δημιουργικά — δημιουργικός of a craftsman neut nom/voc/acc pl δημιουργικά̱ , δημιουργικός of a craftsman fem nom/voc/acc dual δημιουργικά̱ , δημιουργικός of a craftsman fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικώτερον — δημιουργικός of a craftsman adverbial comp δημιουργικός of a craftsman masc acc comp sg δημιουργικός of a craftsman neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικῶν — δημιουργικός of a craftsman fem gen pl δημιουργικός of a craftsman masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικόν — δημιουργικός of a craftsman masc acc sg δημιουργικός of a craftsman neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικαῖς — δημιουργικός of a craftsman fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικαί — δημιουργικός of a craftsman fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικοῖς — δημιουργικός of a craftsman masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικοί — δημιουργικός of a craftsman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)